- ραχιτικός
- -ή, -ό, Νιατρ.1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή οφείλεται στη ραχίτιδα («ραχιτική παραμόρφωση»)2. ως ουσ. αυτός που έχει προσβληθεί από ραχίτιδα3. φρ. «ραχιτικό κομπολόι» — η στρογγυλή διόγκωση τών πλευρών στα όρια τού οστέινου και χόνδρινου τμήματός τους σε περίπτωση ραχίτιδας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ραχίτιδα. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο].
Dictionary of Greek. 2013.